υ

υ
(I)
το, ΝΜΑ
γλωσσ. βλ. ύψιλον
νεοελλ.
φυσ. σύμβολο τής ταχύτητας.
————————
(II)
και με ψίλωση ὐ Α
πρόθ. (κυπρ. τ.) επί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακός τ. πρόθεσης και προρρηματικού, ισοδύναμος τού ἐπί, ο οποίος ανάγεται σε ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» και στη συνέχεια «προς τα έξω» (πρβλ. γοτθ. ūt, γερμ. aus) και απαντά στους τ. ὕστερος* (πιθ. και στα ὕσπληγξ*, ὕστριξ*, ὕβρις*), ὔχηρος = ἐπίχειρον, και πιθ. στη φρ. ὐ τύχᾳ, αν αυτή αντιστοιχεί σε φρ. ἐπὶ τύχῃ και δεν έχει προέλθει με κάποια φωνητική εναλλαγή από φρ. σὺν τύχᾳ. Προβλήματα γεννά η σύνδεση με δύο κυπριακούς τ. που παραδίδει ο Ησύχ.: εὐτρόσσεσθαι
ἐπιστρέφεσθαι και εὔ-χους
χώνη, όπου η μορφή εὐ- (αντί -) τού α' συνθετικού παραμένει μορφολογικώς δυσερμήνευτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”